φώκια — Πτερυγιόποδο θηλαστικό της οικογένειας των φωκιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Η κοινή φ. (phoca vitulina) έχει ωοειδές κεφάλι, ζωηρά μάτια, επάνω χείλος μεγάλο και αρκετά ευκίνητο, εφοδιασμένο με μακριά λευκά μουστάκια. Δεν έχει ωτιαία πτερύγια… … Dictionary of Greek
μονάχους-μονάχους, μεσογειακή φώκια — Σπάνιο είδος φώκιας που ανήκει στο γένος των μοναχών μαζί με τα είδη Monachus tropicalis (μοναχός της Καραϊβικής) και Monachus schauinslandi (μοναχός της Χαβάης). Τα είδη αυτά εντοπίζονται σε θερμές περιοχές της Γης και αντιμετωπίζουν σοβαρά… … Dictionary of Greek
Φωκίας — Φωκίᾱς , Φώκιος fem acc pl Φωκίᾱς , Φώκιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гавдос — греч. Γαύδος … Википедия
Φωκίδα — η / Φωκίς, ίδος, ΝΑ περιοχή τής Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, στις βόρειες ακτές τού Κορινθιακού Κόλπου, δυτικά τής Βοιωτίας, η χώρα τών Φωκέων αρχ. 1. είδος αχλαδιού 2. (με σημ. επιθ.) φωκική. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο σχηματισμένο κατά τα Αἰολίς, Δωρίς,… … Dictionary of Greek
άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή … Dictionary of Greek
ένυδρις — ἔνυδρις και ἐνυδρίς, η (AM) 1. υδρόβιο σαρκοφάγο θηλαστικό, κν. βίδρα ή φώκια τής θάλασσας 2. νεροφίδα … Dictionary of Greek
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek
κάμπια — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 341 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νησιού, 35 χλμ. ΒΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διρφύων του νομού Ευβοίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 165 μ … Dictionary of Greek
καστορίδες — οι (AM καστορίδες, αἱ) [κάστωρ] νεοελλ. ζωολ. οικογένεια τρωκτικών στην οποία ανήκουν και οι κάστορες μσν. αρχ. είδος θαλάσσιου ζώου, φώκια αρχ. 1. εξαιρετικό είδος κυνηγετικών σκυλιών στη Λακωνία, από το όνομα τού Κάστορος («αἱ δὲ καστορίδες… … Dictionary of Greek